- παπάζι
- το(λ. τουρκ.), η φούντα του φεσιού και το ίδιο το φέσι: Όταν βάζει το παπάζι με τη φούντα τη χρυσή (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπάζι — και παπάδι, το 1. το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι 2. η φούντα τού φεσιού και ιδίως τών ναυτικών 3. συνεκδ. το φέσι και ιδίως τών γυναικών 4. ναυτ. στουπί που χρησιμοποιείται για το σφουγγάρισμα τού καταστρώματος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παπαδίζω — [παπάζι / παπάδι] καθαρίζω το κατάστρωμα πλοίου με το παπάζι … Dictionary of Greek
ιππούραιο — το (Α ἱππούραιον) νεοελλ. σύνολο κλωσμάτων παλιού άχρηστου σχοινιού δεμένων στην άκρη σχοινένιας λαβής σαν αλογοουρά, το οποίο χρησίμευε παλιότερα στο σφουγγάρισμα και στο στέγνωμα τών καταστρωμάτων τών πλοίων, κν. παπάδι ή παπάζι αρχ. η ουρά τού … Dictionary of Greek